Κάθε τελευταίο Σαββατοκύριακο των Αποκριών στην Άμφισσα στη συνοικία της Χάρμαινας, αναβιώνει ο θρύλος του στοιχειού της Χάρμαινας.
Στοιχειό θεωρείται μια ανθρώπινη ψυχή η οποία είναι παγιδευμένη στον κόσμο των ζωντανών η οποία τριγυρνά στους δρόμους της πόλης.
Η Χάρμαινα λοιπόν έχει μια ιστορία αγάπης η οποία κατέληξε σε τραγωδία.
Ήταν ξακουστή (Η Χάρμαινα) για τα βυρσοδεψεία της ή αλλιώς Ταμπάκικα ή Ταμπακάρια όπως τα λέγανε τότε.
Σε ένα βυρσοδεψείο από αυτά της περιοχής δούλευε ο Κωνσταντής, για ελάχιστα χρήματα, αλλά δεν τον ένοιαζε καθώς ήταν ερωτευμένος με την Λενιώ.
Η Λενιώ βοηθούσε (στα αμπέλια και στα ελαιόδεντρα) τον πατέρα της.
Μια μέρα λοιπόν ο Κωνσταντής έφυγε από τη Χάρμαινα, φορτωμένος με όσα περισσότερα δέρματα μπορούσε ώστε να βγάλει χρήματα και να αγοράσει ένα δαχτυλίδι για την αγαπημένη του Λενιώ.
Περάσανε αρκετές εβδομάδες μέχρι να καταφέρει να μαζέψει ένα ικανοποιητικό ποσό και έτσι γύρισε στη Χάρμαινα για να βρει την αγαπημένη του.
Όταν έφτασε στο σπίτι της το βρήκε εγκαταλελειμμένο και ανησύχησε.
Η Λενιώ είχε πάει στην πηγή της Χάρμαινας να πάρει νερό και την χτύπησε κεραυνός, με αποτέλεσμα τον θάνατο της.
Ο Κωνσταντής δεν άντεξε και ανέβηκε στο κάστρο της Άμφισσας και αυτοκτόνησε, ως αποτέλεσμα η εκκλησία να μην δεχθεί να τον θάψει, καθώς είχε διαπράξει το αμάρτημα της αυτοκτονίας.
Ο Κωνσταντής λοιπόν ως ψυχή πλέον που δεν μπορούσε να προχωρήσει, έμεινε στη Χάρμαινα να τριγυρνά, στοιχειώνοντας την πηγή που πέθανε η Λενιώ θρηνώντας τα χρόνια του και τον χαμένο του έρωτα.
Μεταμορφώθηκε σε ένα ανθρωπόμορφο τέρας όπως λέει ο μύθος, το λεγόμενο στοιχειό της Χάρμαινας.
Προστάτευε τους ταμπάκηδες (βυρσοδέψες) από άλλα στοιχειά της πόλης επειδή τους ένιωθε δικούς του ανθρώπους (όντας και ο ίδιος βυρσοδέψης).
Όταν κάποιος βυρσοδέψης της περιοχής ήταν ετοιμοθάνατος, λέγεται ότι πήγαινε έξω από το σπίτι του και θρηνούσε.
Εκτός των άγριων φωνών, ακουγόντουσαν και το σύρσιμο των αλυσίδων που τον κρατούσαν δέσμιο στον κόσμο των ζωντανών.
Μετά από πολλά χρόνια το στοιχειό σταμάτησε να τρομάζει τους κατοίκους και το φαινόμενο ηρέμησε.
Πολλοί λένε πως ο Θεός τον είχε συγχωρέσει και κατάφερε να προχωρήσει.